- τετράχυτρος
- τετρά-χυτρος [ᾰ], ον,A made of four pots,
τρυφάλεια Batr.255
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρυφάλεια Batr.255
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετράχυτρος — ον, Α αυτός που μπορεί να περιλάβει τέσσερεις χύτρες, δηλαδή ο πολύ ευρύχωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + χυτρος (< χύτρα)] … Dictionary of Greek
τετράχυτρον — τετράχυτρος made of four pots masc/fem acc sg τετράχυτρος made of four pots neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek